Τι είδαμε από την Εθνική του Poyet: In Possession Analysis

Petros Kariatoglou
8 min readJun 17, 2022

Η Εθνική έχει περάσει πλέον και επίσημα στην επόμενη φάση της: τη φάση που μπορεί να κερδίσει και να διεκδικήσει πράγματα. Χωρίς να σταθούμε στον προηγούμενο κύκλο μεγάλων διοργανώσεων που προηγήθηκε (2018–2022) και στις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν, υπάρχουν κάποια δεδομένα αυτή τη στιγμή:

  • Ο κορμός που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον την προηγούμενη διετία έχει περάσει από την ηλικία του development και του early peak στην ηλικία του peak. Το rebuild έγινε και το “ποιοι είμαστε” είναι πια ξεκάθαρο.
  • Ο Gus Poyet είναι ο νέος προπονητής αυτής της φουρνίάς και ο πρώτος στόχος της πρόκρισης στα μπαράζ πρόκρισης του EURO επετεύχθη.

Οπότε πάμε να δούμε πώς συνέβη αυτό, εστιάζοντας στη συμπεριφορά της με τη μπάλα.

Πριν απ’ αυτό, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: αυτό το γκρουπ παικτών έχει μάθει να παίζει με τη μπάλα, όχι χωρίς. Και δεν αναφέρομαι στην περίοδο Van Schip, αλλά στο τι κάνουν με τις ομάδες τους. Οι 22 από τους 27 των κλήσεων του Ιουνίου παίζουν σε ομάδες (τουλάχιστον) 5αδας στα πρωταθλήματά τους. Universally, η σύνδεση πόντων ανά αγώνα και ποσοστού κατοχής είναι πολύ ψηλά, οπότε εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η πλειοψηφία αυτών των παικτών είναι πιο άνετη/έχει συνηθίσει τη μπάλα στα πόδια της.

Αν εξετάσουμε αυτούς τους παίκτες case-by-case υπάρχουν και περιπτώσεις παικτών που παίζουν σε πιο high intensity & counter-based ομάδες (π.χ. Λημνιός στην Twente, Παπανικολάου στην Rakow) ή παίκτες που παρότι παίζουν σε ομάδες κυριαρχίας με τη μπάλα, δεν αποτελούν και… playmaking forces και οι ρόλοι τους σε ομάδες κατοχής είναι διαφορετικοί (π.χ. Μπουχαλάκης στον Ολυμπιακό, Σιώπης στην Trabzonspor).

Από τους υπόλοιπους 5, οι δύο είναι οι Τζόλης και Γιαννούλης της Norwich που κάνει bullying στην Championship πριν ανέβει και ξαναπέσει και ο τρίτος είναι ο Μαυροπάνος της Stuttgart του Matarazzo. Δε χρειάζεται να τον έχει δει κανείς στη Bundesliga για να καταλάβει ότι έχει μονάδικα χαρακτηριστικά με τη μπάλα (και το context της ομάδας του τον βοήθησε να τα αναπτύξει, όπως και να απογειώσει και άλλες τάσεις στο παιχνίδι του). Αν σας έκανε εντύπωση η ικανότητά του να επιτεθεί με τη μπάλα στο χώρο που του δίνει η αντίπαλη άμυνα και να φτάσει μέχρι την αντίπαλη περιοχή ή το πόσο άνετα μπορεί να ακολουθεί το αντίπαλο φορ μέχρι τη μεσαία γραμμή (back3 effect), να βγαίνει πρώτος στη μπάλα και να φτάνει με οδήγημα μέχρι την αντίπαλη περιοχή, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας πω ότι αυτό το κάνει σε σχεδόν εβδομαδιαία βάση και στη Bundesliga.

Η ball-playing ικανότητα του Μαυροπάνου είναι καλό starting point για να δούμε τις προθέσεις της Εθνικής με τη μπάλα, αλλά και πώς τα χαρακτηριστικά των αντιπάλων έθεσαν διαφορετικά προβλήματα.. Η πιο zonal συμπεριφορά του 5–3–2 της Βόρειας Ιρλανδίας, για παράδειγμα, έδινε λιγότερο χώρο μεταξύ των γραμμών για τις (soon to be) trademark line-breaking πάσες του Μαυροπάνου στον Μπακασέτα, σε σχέση με το 4–4–1–1 του Κοσόβου στο εκτός έδρας παιχνίδι.

Δεδομένης της low-pressing φύσης των αντιπάλων, η συντριπτική πλειοψηφία των επιθέσεών μας αφορούσαν επιθέσεις στα 2/3 του γηπέδου. Ελάχιστες προσπάθειες ξεκίνησαν από το αμυντικό τρίτο, κυρίως στο παιχνίδι με τη Βόρεια Ιρλανδία.

Το 4–1–4–1 του Poyet προέβλεπε διαφορετικούς ρόλους για τα δύο -ας πούμε- 8αρια και αντίστοιχα και για τα δύο εξτρέμ. Σε μια υποθετική εικόνα, που δεν αντικατοπτρίζει κανένα ρεαλιστικό σενάριο παιχνιδιού μπορούμε να πάρουμε μια γρήγορη εικόνα των διάφορων ρόλων / τοποθετήσεων σε φάση κατοχής.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΞΙΑ

Από τα δεξιά μια υποομάδα τεσσάρων με Μαυροπάνο χαμηλά, μπακ (Baldock/Ρότα) και εξτρέμ (Λημνιό/Χατζηγιοβάννη) αμφότερους να κινούνται στο πλάτος και τον Μπακασέτα μεταξύ των γραμμών. Το #6 (Σιώπης / Κουρμπέλης) αποτελούσε το “μαξιλάρι” που μπορούσε να υποδεχθεί για να αλλάξει πλευρά είτε απευθείας είτε μέσω των στόπερ (συν να επηρεάζει τα pressing angles των επιθετικών και να δημιουργεί χώρο για τον Μαυροπάνο). Το #6 μπορούσε επίσης να χαμηλώσει δεξιά, παίρνοντας τη θέση του Μαυροπάνου, με knock-on effect τη μετατόπιση και της υπόλοιπης υποομάδας των πίσω γραμμών.

Από τα δεξιά οι βασικές επιλογές ήταν:

(1) Πάσα μεταξύ των γραμμών από τον Μαυροπάνο στον Μπακασέτα, που από εκεί μπορούσε να γυρίσει και να παίξει με πρόσωπο στο τέρμα ή να συνδυαστεί με το μπακ ή/και το εξτρέμ. Ιδανικά, έβρισκε τον Λημνιό που μπορούσε να επιτεθεί ένας εναντίον ενός με τον Baldock να κάνει το overlap δημιουργώντας ένα 2v1 απέναντι στο αντίπαλο μπακ.

Στην τελευταία αγωνιστική απέναντι στο Κόσοβο, παρά τον παρόμοιο σχηματισμό του αντιπάλου (στο 1ο ημίχρονο), ο τρόπος αντιμετώπισης των επιθέσεων της Εθνικής από δεξιά ήταν διαφορετικός.

  • Στο πρώτο ματς τα εξτρέμ του Κοσόβου ενδιαφέρονταν περισσότερο να κλείσουν τη διαδρομή πάσας προς τον μπακ με τη σκιά τους, ενώ η μεσαία γραμμή ήταν πιο ψηλά, προσανατολισμένη στο χώρο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο διάδρομος στο μεσοδιάστημα για τον Μπακασέτα να είναι ανοιχτός, έχοντας ταυτόχρονα και χώρο και χρόνο μεταξύ των γραμμών για να υποδεχτεί.
  • Στο δεύτερο ματς το Κόσοβο αμύνθηκε συνολικά σε χαμηλότερα μέτρα, με μικρότερες αποστάσεις μεταξύ των γραμμών, αλλά και με διαφορετικές ευθύνες στους εμπλεκόμενους παίκτες. Τα εξτρέμ του Κοσόβου προσανατόλιζαν την τοποθέτησή τους με βάση την τοποθέτηση των μπακ της Εθνικής, ακολουθώντας τους σε χαμηλότερα μέτρα, ενώ και ο χαφ της δυνατής πλευράς κινούταν πίσω και όχι μπροστά από τον Μπακασέτα, σε μια προσπάθεια να του μειώσει τον χώρο και τον χρόνο στη μπάλα αφού υποδεχτεί και όχι να αποτρέψει την πάσα σε αυτόν.

Απέναντι σε αυτό το πιο χαμηλό και παθητικό μπλοκ η Εθνική δυσκολεύτηκε να δημιουργήσει ρήγματα από τα δεξιά, με τον Σιώπη να τραβιέται στα δεξιά της τριάδας όπως είδαμε παραπάνω, αλλά να μην αποτελεί πραγματική απειλή για την αντίπαλη άμυνα ως ball-carrier για να βγάλει παίκτη πάνω του, ενώ δεν χρησιμοποιήθηκε και ο Μπουχαλάκης ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο πλευρών για να αλλάξει πλευρά στον Τσιμίκα. Ταυτόχρονα οι προσπάθειες συνδυασμών σε μικρό χώρο από την τετράδα Σιώπης — Baldock — Μπακασέτας — Χατζηγιοβάννης ήταν περιορισμένες.

Λύσεις προσπάθησαν να βρεθούν μέσω του Μαυροπάνου είτε με τα πιο aggressive οδηγήματα σαν αυτά που σημειώσαμε στην αρχή, είτε με την ικανότητά του να βρει λύσεις και στον κεντρικό άξονα χρησιμοποιώντας με άνεση και το αριστερό του πόδι σε ένα low-pressing περιβάλλον.

Απέναντι στη Βόρεια Ιρλανδία, που κατάφερνε με το 5–3–2 να φορτώνει τη δυνατή πλευρά και να κλείνει τα passing lanes για τον Μπακασέτα, η στρατηγική ανάπτυξης μέσω του διαδρόμου Μαυροπάνος - Μπακασετας δεν ήταν τόσο viable όσο μια πιο άμεση προσέγγιση which takes us στην δεύτερη επιλογή από δεξιά που είδαμε σε μικρότερο βαθμό και στα επόμενα παιχνίδια.

(2) Σε μία σύστημα vs σύστημα λογική, η χρήση των μπακ είναι αυτονόητη στο 4–3–3 vs 5–3–2. Έτσι με τη χρήση του Ρότα και τις κινήσεις Λημνιού — Μπακασέτα χωρίς τη μπάλα, η Εθνική προσπάθησε να προκαλέσει το wingback των Βορειοιρλανδών για να δημιουργήσει ανισορροπία στην τελευταία γραμμή και είτε με μια πάσα στην πλάτη της άμυνας να έρθει σε θέση τελικής πάσας, είτε έχοντας δημιουργήσει συνθήκες συνδυαστικού παιχνιδιού μεταξύ Ρότα-Μπακασέτα-Λημνιού, να φτάσει στο επιθετικό τρίτο.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Μια μεγάλη κουβέντα γύρω από την ανάλυση ομάδων αφορά το intention vs execution. Σε πολλές ομάδες — και πόσω μάλλον εθνικές που οι παίκτες προέρχονται από πολλά (και πολύ) διαφορετικά tactical contexts — το τι έχουν δουλέψει/έχουν εντολή να κάνουν στο γήπεδο, μπορεί να διαφέρει σημαντικά από αυτό που συνέβη στα 90’ ή σε συγκεκριμένες φάσεις. Οι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα από την πρόθεση είναι αναρίθμητοι και συνήθως έχουν boomerang effect.

Στο πρώτο της παιχνίδι, για παράδειγμα, με τη Βόρεια Ιρλανδία η Εθνική ανέπτυξε τις περισσότερες επιθέσεις της από τα δεξιά, ίσως και σε υπερθετικό βαθμό. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα, όμως, ότι ήταν εντολή προπονητή. Παίρνοντας το συγκεκριμένο παράδειγμα, μπορούμε να δούμε ότι η δυσλειτουργικότητα των βασικών ενεργειών που απαιτούνταν από την υποομάδα των Μπουχαλάκη — Τσιμίκα — Μάνταλου και η επικοινωνία τους, δεν επέτρεψε στην Εθνική να βάλει περισσότερο στο παιχνίδι και την αριστερή της πλευρά. Αυτό ανάγκαζε συστηματικά τον Χατζηδιάκο σε πάσες πίσω στον Μαυροπάνο, αντί να αλλάξει το σημείο αναφοράς της επίθεσης.

Στο παρακάτω βίντεο βλέπουμε μερικά από αυτά τα λάθη:

  • Η διστακτικότητα, η στάση του σώματος και το timing του Μπουχαλάκη, που ρόλος του ήταν να τραβηχτεί στα αριστερά, για να επιτρέψει στον Τσιμίκα να ανέβει στο πλάτος του γηπέδου. Η κλειστή στάση του σώματος αποτελεί βασικό έναυσμα πιο επιθετικής συμπεριφοράς στο πρες για την άμυνα και σε περίπτωση που ο Χατζηδιάκος επέλεγε την πάσα στον Μπουχαλάκη σε τέτοια συνθήκη, η δεξιός μπακ-χαφ των Βορειοιρλανδών θα το εκμεταλλευόταν, δημιουργώντας πιθανώς συνθήκες αντεπίθεσης για τη Βόρεια Ιρλανδία.
  • Αντίστοιχα η τοποθέτηση, η επικοινωνία και το timing του Μάνταλου με τον Τσιμίκα όσον αφορά τις θέσεις που εκείνοι πρέπει να καταλάβουν (πλάτος — μεσοδιάστημα).

Αρκετά από αυτά τα προβλήματα λύθηκαν στο επόμενο παιχνίδι με το Κόσοβο και μετά την εύρυθμη λειτουργία αυτής της υποομάδας ήρθε και το γκολ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν άλλαξε μόνο η αποτελεσματικότητα αυτής της λειτουργίας, αλλά και οι παίκτες σε κάθε ρόλο. Ο Μάνταλος κατέβηκε χαμηλά ως deep playmaker αντί του Μπουχαλάκη και ο Μασούρας πέρασε στη θέση μεταξύ των γραμμών, με σταθερά τον Τσιμίκα. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των παικτών αυτών για αυτούς τους ρόλους, δίνουν και διαφορετικές δυνατότητες.

Δείξαμε νωρίτερα πώς τα εξτρέμ του Κοσόβου έκλειναν τον εξωτερικό διάδρομο και άφηναν την εσωτερική με την τοποθέτησή τους στο αμυντικό μπλοκ. Ακριβώς αυτό εκμετελλεύτηκε ο Μάνταλος, μεταφέροντας τη μπάλα με οδήγημα στο χώρο, ενώ ο Μασούρας απασχολούσε ταυτόχρονα με την τοποθέτησή του στο μεσοδιάστημα τόσο τον αμυντικό χαφ, όσο και το δεξί μπακ. Μετά την ντρίμπλα του Μάνταλου, το 3v3 είχε γίνει πρακτικά 3v2, ο Μασούρας εκτέλεσε το distruptive run για να ανοίξει τον χώρο έξω από την περιοχή στη σωστή στιγμή, το αντίπαλο εξτρέμ δεν ακολούθησε τον Μάνταλο μετά την πάσα στον Τσιμίκα και εδώ μπαίνει τελεία.

Το τελείωμα του Μπακασέτα ήταν εκτός περιοχής και (αν όχι δύσκολο) όχι εύκολο, αλλά ακόμα και να μην σούταρε η Εθνική έχει λειτουργήσει άψογα στη φάση, έχει φέρει σε πλήρη ανισορροπία τον αντίπαλο straight from the video room και έχει και 3v2 στο χώρο που υποδέχεται ο Μπακασέτας. Ακόμα και να μην σουτάρει έχει εύκολη πάσα στον Λημνιό για ένας με έναν με τον τερματοφύλακα.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε περισσότερο τη λειτουργία της αδύνατης πλευράς όταν οι επιθέσεις αναπτύσσονται από τα δεξιά, να εντάξουμε περισσότερες παραλλαγές ανάπτυξης από τα αριστερά κτλ. That’s enough for now, όμως, κυρίως γιατί ο σκοπός μας ήταν να δούμε περισσότερο το τι προσπάθησε να κάνει η Εθνική με τη μπάλα στα πόδια της στη μεγάλη εικόνα, in simple terms και όχι να εξετάσουμε το micromanagement καταστάσεων (όπως π.χ. η λειτουργία από το 45' μέχρι το 70' με την αλλαγή του Μάνταλου απέναντι στο Κόσοβο).

Προβλήματα δεδομένα υπήρξαν και η αποτελεσματικότητα του Μπακασέτα στα τρία πρώτα παιχνίδια βοήθησε να σταθούμε περισσότερο στα αποτελέσματα παρά στις διαδικασίες παραγωγής ευκαιριών σε equal game state. Η συμπεριφορά και οι αποφάσεις στο επιθετικό 3ο χρήζουν περισσότερης ανάλυσης και βελτίωσης, όπως και η συμπεριφορά χωρίς τη μπάλα, που παρουσιάζει το περισσότερο ενδιαφέρον απ’ όλα όσον αφορά την προσέγγιση της Εθνικής και τα limitations αυτής (αν δεν υπάρξει βελτίωση και προσαρμογές).

--

--